- πισσόστρωση
- ητο στρώσιμο, η στρώση, η επάλειψη με πίσσα: Η πισσόστρωση ήταν ψιλή και χάλασε γρήγορα ο δρόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πισσόστρωση — η, Ν 1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα 2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα +… … Dictionary of Greek
πισσοκονίαση — η, Ν (οδοπ.) πισσόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κονίαση] … Dictionary of Greek
πισσόστρωμα — το, Ν η πισσόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + στρώμα (πρβλ. οδό στρωμα)] … Dictionary of Greek
πισσόστρωμα — το, ατος βλ. πισσόστρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)